Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Αθανάσιος Χριστόπουλος- Λυρικά


Μ.Vitti 
  «Ο ποιητής που ανακηρύχθηκε ‘νέος Ανακρέων’, ο άριστος δηλαδή αρκαδικός ποιητής στους φαναριώτικους κύκλους, ήταν ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. […]Είχε σπουδάσει ιατρική και νομικά στην Πάντοβα και η ανεπιτήδευτη ποιητική της ιταλικής λογοτεχνίας της εποχής, που επιδίωκε ν’ αφανίσει’ το κακό γούστο και εμπνεόταν από την αγνότητα της αγροτικής ζωής, φαίνεται να άφησε τα ίχνη της και στις μετρικές δομές του Χριστόπουλου, δανεισμένες από τις εξαιρετικά διαδεδομένες τα χρόνια εκείνα στην ιταλική λογοτεχνία ανακρεόντειες ωδές. Έτσι ο Χριστόπουλος μεταφέρει στην ελληνική ποίηση την αφέλεια του λόγου και την προσπάθεια μίμησης της ζωντανής, καθημερινής έκφρασης που είχε επικρατήσει στη Δύση. […] Ο Χριστόπουλος έγινε διάσημος και μεταφράστηκε και στην Ιταλία, όπου ο Tommaseo τού επαίνεσε «περισσότερο τη γλυκύτητα του ύφους και του μέτρου παρά την καινοτομία των στοχασμών». Ο κόσμος του είχε μια αυστηρή διάρθρωση, περιορισμένος σε μια κατάμεστη από έρωτες μυθολογίζουσα θεματογραφία, χωρίς άλλες δυνατότητες πέρα από εκείνες που επιτρέπει η τυποποίηση. […] Οι χαριτολογίες του και οι αναστεναγμοί του δεν είναι απαραίτητο να πηγάζουν από αληθινούς ερωτικούς καημούς, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί. Ή καλύτερα τα σχήματα της ποίησής του, που τα αναπτύσσει με άκρα συνέπεια και λεπτότητα, δεν επιτρέπουν να εκφραστεί η αληθινή και ανομολόγητη σύγκρουση που διαδραματίζεται στη ψυχή του αυλικού. Αφού είχε κολακεύσει ηγεμόνες και είχε αποδράσει στην αρκαδική ποίηση και τον μελαγχολικό ανακρεόντειο παράδεισο, σε ένα τετράδιο με σημειώσεις για την πολιτική, που έμεινε ανέκδοτο, φαίνεται να εκδικείται με κυνισμό για τον διχασμό που του επέβαλαν οι καταστάσεις. Ο ωμός και σκληρός τόνος μοιάζει να απηχεί ακριβώς αυτήν την έλλειψη ικανοποίησης:
    «Προσποίησιν λέγω τον τρόπον καθ’ ον πολιτευόμεθα, άλλο φαινόμενοι και άλλοτε όντες. Πολλά κατά την χρείαν των καιρών, και των προσώπων, και των περιστάσεων, πρέπει να προσποιείται ο εξουσιαστής, να βλέπει δηλαδή και να πλάττεται, ότι δεν παρατηρεί, και το ενάντιον! Να ακούει και να καμώνεται, ότι δεν καταλαμβάνει, και το ανάπαλιν».

    Ο άνθρωπος που είχε καταφύγει σε έναν τόσο θλιβερό μονόλογο, όταν επιχείρησε να δικαιολογήσει τη δημοτική, την οποία χρησιμοποιούσε, βρέθηκε υποχρεωμένος να αναζητήσει μια θεωρητική θεμελίωση. Ξεκινώντας από την πεποίθηση ότι η δημοτική μπορούσε να ξεφύγει από την οποία βρισκόταν και να δικαιωθεί μόνο αν συσχετιζόταν με την αρχαία γλώσσα, ο Χριστόπουλος επινόησε μια ‘αιολοδωρική’ διάλεκτο, που την παρουσιάζει ως κατ’ ευθείαν πρόγονο της σύγχρονης δημοτικής. Με τον τρόπο αυτό, στον χώρο της γλωσσικής φιλοσοφίας του καιρού του, «προσποιήθηκε», κατά τον δικό του όρο, όχι βέβαια συνειδητά, ό,τι απαιτούσε το περιβάλλον του. Οι παραπάνω θλιβερές σκέψεις για τον αυλικό δεν πρέπει να επισκιάσουν καθόλου τις επιτεύξεις της ποίησής του. Σε μια ενδημική αποτελμάτωση της ποίησης, τον καιρό της ανούσιας ποίησης που καλλιεργείται με την καλή αγωγή και της σκοτεινής δασκαλίστικης στιχομανίας, ο Χριστόπουλος επαναφέρει στην ποίηση μια ανάσα δροσερή και μια ματιά παρθένα. Θα ακολουθήσει ο Βηλαράς, ανεξάρτητα. Αλλά ο Χριστόπουλος είναι ο πρώτος που βγάζει την ποίηση από την αμηχανία». (σελ. 151-153)
Λ.Πολίτης
   «Για πρώτη φορά ύστερ’ από το πέσιμο της Κρήτης και ύστερ’ από ενάμιση περίπου αιώνα ποιητικής σιωπής, ακούγεται μια, αδύνατη ακόμη, αλλά γνήσια λυρική φωνή. Τα Λυρικά έχουν ξεπεράσει αποφασιστικά το επίπεδο των ασήμαντων στιχουργημάτων ή των ποιητικών δοκιμών. Ο Χριστόπουλος (και ο Βηλαράς αργότερα) είναι οι πραγματικοί, σε εθνική και όχι σε τοπική κλίμακα, πρόδρομοι του Σολωμού. Και μαζί και όλης της νεώτερης ελληνικής ποίησης: ύστερ’ από τον Ερωτόκριτο, που κλείνει την πρώτη περίοδο, τα Λυρικά εγκαινιάζουν τη νεώτερη, τη σύγχρονη. Το 1811 είναι στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης μια χρονιά οριακή.
      […] Με το πρώτο διάβασμα αναγνωρίζουμε πως τα «ερωτικά» και τα «βακχικά» του τραγούδια (τον χωρισμό τον έχει κάμει ο ίδιος) βρίσκονται στο ίδιο εντελώς κλίμα του σύγχρονου ευρωπαϊκού κλασικισμού. Μας παρουσιάζεται ο ίδιος κόσμος των κλασικιστικών μυθολογικών αλληγοριών και προσωποποιήσεων, ο έρως, πάντοτε γιος της Αφροδίτης, οι Χάριτες, η Αυγή, ο Τιθωνός κτλ. Τα «Βακχικά» του πάλι (που γι’ αυτά οι σύγχρονοί του τον ονόμασαν «νέον Ανακρέοντα») είναι μιμήσεις των μεταγενέστερων «ανακρεόντειων», από αυτές που αφθονούσαν στην εποχή. Γραμμένα σε μικρούς εύκαμπτους στίχους και σε μιαν γλώσσα δημοτική, λογοτεχνικά χρησιμοποιημένη, έχουν τα τραγούδια του Χριστόπουλου μια χάρη και μια λεπτότητα, αλλά μαζί και κάτι το συγκρατημένο και το διακριτικό, δεν ξεπερνούν την τάξη και το μέτρο. Ψάλλει τον έρωτα και το κρασί, μας παρασταίνει τον εαυτό του διαρκώς πληγωμένον από τον έρωτα· ο έρωτας αυτός δεν είναι όμως ποτέ το μεγάλο πάθος, είναι περισσότερο ένας χαριεντισμός, ένα παιγνίδισμα ή και μια φιλοφρόνηση μονάχα. Το κλίμα μένει πάντοτε εύκρατο· λείπει η θερμή πνοή που θα έλιωνε μονομιάς όλες αυτές τις ψυχρές μυθολογικές αλληγορίες. […]
Τα ποιήματα του Χριστόπουλου, ανάλαφρα, πρόσχαρα τα περισσότερα – αδιάφορο πώς τα κρίνουμε εμείς σήμερα – έφεραν στον καιρό τους μια καινούρια δροσιά, κάποιο διαφορετικό μήνυμα. Και αυτό η εποχή του το κατάλαβε πέρα ως πέρα, ετίμησε τον ποιητή, και τα Λυρικά του κυκλοφορούσαν σε απανωτές εκδόσεις». (σελ. 133-134)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου